- ποδιζόμενοι
- ποδίζωbindpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδίζω — ΝΜΑ [πους, ποδός] νεοελλ. ναυτ. 1. αράζω προσωρινά σε απάνεμο όρμο λόγω κακοκαιρίας 2. απομακρύνω την πλώρη από την ευθεία τού ανέμου μσν. αρχ. 1. δένω τα πόδια κάποιου («πεποδισμένους ἔχουσι τοὺς ἵππους ἐπὶ ταῑς φάτναις», Ξεν.) 2. μετρώ στίχο… … Dictionary of Greek